φαινινδιόνη

φαινινδιόνη
η, Ν
(φαρμ.) κοινή ονομασία τής 2-φαινυλ-1,3-ινδανιδιόνης, κρυσταλλικής ουσίας που είναι συνθετικός ανταγωνιστής τής βιταμίνης Κ και χρησιμοποιείται ως αντιπηκτικό καθώς έχει την ιδιότητα να παρεμποδίζει την πήξη τού αίματος αναστέλλοντας την σύνθεση τής προθρομβίνης στον οργανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenindione < phen- (< φαίνω) + indione «ινδιόνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”